- χαλίνωση
- [халиноси] ουσ. Θ. взнуздывание, обуздывание, укрощение.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χαλίνωση — η / χαλίνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαλινῶ] τοποθέτηση χαλινού στο άλογο … Dictionary of Greek
χαλινώσῃ — χαλινώσηι , χαλίνωσις bridling fem dat sg (epic) χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj mid 2nd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω aor subj act 3rd sg χαλῑνώσῃ , χαλινόω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενστόμιση — η [ενστομίζω] χαλίνωση ζώου … Dictionary of Greek